- Αὐτονόης
- Αὐτονόηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτονόης — αὐτονοέω think for oneself imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐτονοέω think for oneself imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
Ευρύλοχος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύντροφος και γυναικάδελφος του Οδυσσέα. Ήταν ο μοναδικός που πρόλαβε και δεν μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη. Συμβούλευσε όμως για τη σφαγή των ιερών βοδιών του Ηλίου και έτσι έγινε ο αίτιος του θανάτου του… … Dictionary of Greek